- τσιγκουνεύομαι
- τσιγκουνεύτηκα, είμαι τσιγκούνης, είμαι φιλάργυρος, λυπάμαι να δώσω κάτι: Τσιγκουνεύτηκε να δώσει φιλοδώρημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιγκουνεύομαι — τσιγκουνεύομαι, τσιγκουνεύτηκα βλ. πίν. 18 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λυπώ — (AM λυπῶ, έω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί λύπη, προξενώ θλίψη, δυσαρεστώ, πικραίνω (α. «μέ λύπησε πολύ η συμπεριφορά του» β. «τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῡσ αἳ φανῶσ αὐθαίρετοι», Σοφ. γ. «ἄγαν με λυπεῑς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος», Σοφ.) 2. μέσ.… … Dictionary of Greek
τσιγγουνεύομαι — και τσιγκουνεύομαι Ν [τσιγγούνης / τσιγκούνης] είμαι τσιγγούνης … Dictionary of Greek
φιλαργυρεύομαι — Ν [φιλάργυρος] είμαι ή φέρομαι ως φιλάργυρος, τσιγκουνεύομαι … Dictionary of Greek
λυπώ — λύπησα, λυπήθηκα, λυπημένος 1. θλίβω, πικραίνω, δυσαρεστώ: Η αχαριστία του με λύπησε. 2. το μέσ., λυπούμαι και λυπάμαι, α. ως αμτβ., αισθάνομαι λύπη, δυσαρεστούμαι: Λυπήθηκα που δεν ήρθες. β. ως μτβ., συμπονώ κάποιον: Τον λυπήθηκε και του έδωσε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φείδομαι — φείστηκα 1. κάνω μέτρια χρήση ενός πράγματος, ξοδεύω κάτι με μέτρο και περίσκεψη, το φειδωλεύομαι: Δε φείδεται το χρόνο του. 2. είμαι φειδωλός, τσιγκουνεύομαι. 3. διατηρώ κάτι σώο, το αφήνω απείραχτο, το σπλαχνίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φειδωλεύομαι — φειδωλεύτηκα, είμαι φειδωλός, λυπάμαι να ξοδέψω κάτι, φείδομαι, τσιγκουνεύομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)